- ευστροφία
- η1) ловкость, проворство; подвижность; 2) перен. ловкость, изворотливость; гибкость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐστροφία — εὐστροφίᾱ , εὐστροφία suppleness fem nom/voc/acc dual εὐστροφίᾱ , εὐστροφία suppleness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστροφίᾳ — εὐστροφίᾱͅ , εὐστροφία suppleness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστροφία — η (ΑΜ εὐστροφία) [εύστροφος] 1. ευκολία στο να στρέφεται και να κάμπτεται κάποιος, ευκαμψία, ευλυγισία (α. «εὐστροφία τῶν χειρῶν», Γρηγ. Νύσσ. β. «ευστροφία χορεύτριας») 2. (για πνευματικές ιδιότητες) ετοιμότητα, οξύνοια («τὸ μετ εὐστροφίας ὀξὺ… … Dictionary of Greek
ευστροφία — η η εξυπνάδα, η ταχύτητα αντίληψης και σκέψης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐστροφίας — εὐστροφίᾱς , εὐστροφία suppleness fem acc pl εὐστροφίᾱς , εὐστροφία suppleness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστροφίαν — εὐστροφίᾱν , εὐστροφία suppleness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… … Dictionary of Greek
συστροφία — ἡ, Α 1. ευστροφία, πανουργία 2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να… … Dictionary of Greek
ετοιμολογία — η (ΑΜ ἑτοιμολογία) [ετοιμόλογος] η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, τό να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῡ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.) νεοελλ. 1. η προχειρολογία 2. η πνευματική… … Dictionary of Greek
ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… … Dictionary of Greek
ευκάμπεια — εὐκάμπεια, ἡ (Α) [ευκαμπής] ευκαμψία, ευστροφία … Dictionary of Greek